Το έχω δηλώσει επανειλημμένα σε πολλές δημόσιες μου παρεμβάσεις, τα Συμβούλια Αποχετεύσεων και οι Δήμοι μας δεν είναι κερδοσκοπικοί Οργανισμοί. Οφείλουμε εκεί και όπου μπορούμε να εξυπηρετούμε τους πολίτες μας με το χαμηλότερο δυνατό κόστος, διασφαλίζοντας -βέβαια- πάντοτε τη βιωσιμότητα των Οργανισμών μας.
Τον Απρίλιο του 2017, η Βουλή αποφάσισε την αλλαγή της βάσης τιμολόγησης για τα τέλη αποχετεύσεων από τις αξίες του 1980 σε αξίες του 2013. Αποτελεί λελογισμένη πρακτική όποτε αλλάζει ένα μοντέλο φορολόγησης ή όταν διαφοροποιούνται -αισθητά- είτε οι δείκτες είτε οι βάσεις φορολόγησης να διασφαλίζεται η Δημοσιονομική Ουδετερότητα, δηλαδή όσα εισέπρατταν πέρυσι τα Συμβούλια τιμολογώντας με αξίες του 1980 να εισπράξουν και φέτος τιμολογώντας με αξίες του 2013. Το ΣΑΠΑ, κατά τον καταρτισμό του ετήσιου Προϋπολογισμού για το 2017 δεν ακολούθησε αυτή την πρακτική, αλλά επέβαλε τέλη που θα προσέφεραν αυξημένα έσοδα κατά 15% (περίπου) σε σχέση με το 2016. Αξίζει βέβαια να αναφερθεί ότι τα Συμβούλια Αποχετεύσεων Λεμεσού, Λάρνακας, Αγίας Νάπας και Παραλιμνίου διατήρησαν τις ίδιες εισπράξεις με το 2016.
Τα Συμβούλια Αποχετεύσεων και οι Δήμοι μας δεν είναι κερδοσκοπικοί Οργανισμοί.
Η Επιτροπή Εσωτερικών της Βουλής σε συνεδρίασή της στις 30/10/2017 πολύ ορθά εισηγήθηκε στα Συμβούλια Αποχετεύσεων Πάφου και Λευκωσίας να προχωρήσουν σε μείωση των επιβληθέντων τελών κατά 15% και 30% αντίστοιχα ούτως ώστε να διασφαλιστεί αυτή η Δημοσιονομική Ουδετερότητα.
Μια παραίνεση της Νομοθετικής Εξουσίας που με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και υπέρ της οποίας τοποθετήθηκα και στη συνεδρίαση του ΔΣ του ΣΑΠΑ στις 02/11/2017. Ως ΔΣ του ΣΑΠΑ, σε μια επαρχία που οι πολίτες της έχουν υποστεί τον εξευτελισμό και την εκμετάλλευση τα προηγούμενα χρόνια και που καλούνται να πληρώνουν τον υπερδανεισμό που ορισμένοι επέβαλαν στο ΣΑΠΑ για τα “φαγοπότια” τους οφείλουμε να είμαστε διπλά ευαίσθητοι σε τέτοιου είδους πολιτικές.
Εδώ και χρόνια οι όποιες αναφορές στο ΣΑΠΑ αφορούν μόνο τη σήψη και τη διαφθορά. Αυτή η μείωση -αν και αυτονόητη εξαρχής – θα αποτελούσε μια μικρή, ελάχιστη ακτίδα ελπίδας, ότι επιτέλους αυτός ο Οργανισμός εκεί και όπου του το επιτρέπουν οι συνθήκες λειτουργεί “ανακουφιστικά” προς όφελος των πολιτών.
Τοποθετήθηκα ξεκάθαρα υπέρ της παραίνεσης της Επιτροπής Εσωτερικών της Βουλής για άμεση μείωση των Τελών στη συνεδρία του ΣΑΠΑ
Τα αυξημένα τέλη που επιβλήθηκαν το 2017, σίγουρα δεν αφορούν μόνο μεγαλο-οφειλέτες, ούτε μεγαλο-γαιοκτήμονες, είναι κάτι άλλωστε που ο κάθε ένας και η κάθε μια από εμάς το βιώνει και γνωρίζει πολύ καλά. Δεχόμαστε εδώ και εβδομάδες καθημερινά παράπονα για κατακόρυφες αυξήσεις σε άδεια ανεκμετάλλευτα τεμάχια (που δεν αποτελούν την εξαίρεση), σε οικιστικές μονάδες που κάθε άλλο παρά μεγαλο-κτηματίες δεν αφορούν.
Αυτό που το ΣΑΠΑ – κατά την ταπεινή μου άποψη – όφειλε να αποφασίσει είναι την άμεση μείωση των τελών, την έναρξη διαδικασίας εύρεσης μηχανισμού είσπραξης τελών χρήσης από όσες κοινότητες αρνούνται να το καταβάλουν και που δημιουργεί μια μεγάλη τρύπα στα οικονομικά του οργανισμού και τέλος αλλά και κυριότερα τη πλήρη συστράτευσή μας με την πρόσφατη ανακοίνωση του Υπουργείου Εσωτερικών ότι μέχρι τις αρχές του 2018 θα παρουσιάσει εναλλακτικό μοντέλο φορολόγησης που θα διορθώνει τη στρέβλωση του υφιστάμενου μονοθεματικού μοντέλου που λαμβάνει υπόψη μόνο την αξία του τεμαχίου.
Αντί να ψάχνουμε κάθε τρόπο για να ΜΗΝ εφαρμοστεί η μείωση, θα ήταν πολύ καλύτερα να αποδεχόμασταν -ομόφωνα- τη σύσταση της Βουλής και να ανακοινώναμε τη μείωση άμεσα προς τους πολίτες μας.
Αντί να ψάχνουμε κάθε τρόπο για να ΜΗΝ εφαρμοστεί η μείωση, θα ήταν πολύ καλύτερα να αποδεχόμασταν -ομόφωνα- τη σύσταση της Βουλής και να ανακοινώναμε τη μείωση άμεσα προς τους πολίτες μας. Δεν είναι ζήτημα μόνο μιας απόφασης -ούτε καν ενός έτους- είναι ζήτημα προσέγγισης και προτεραιοτήτων, αυτό το Συμβούλιο Αποχετεύσεων οφείλει να εξαντλήσει τις δυνατότητές του για να εξευρεθούν τρόποι όσο το δυνατόν περισσότερης μείωσης των τελών, όπως ακριβώς πολύ ορθά ανακοίνωσε πρόσφατα το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λεμεσού (του οποίου τα τέλη είναι ήδη χαμηλότερα από του ΣΑΠΑ) το οποίο θα μειώνει κάθε έτος 5% με στόχο τη συνολική μείωση ύψους 25% σε βάθος χρόνου.